- εξάψαλμος
- ο1. (εκκλησ.) σειρά έξι ψαλμών (των 3, 37, 62, 87, 102 και 142) που διαβάζονται στην αρχή της ακολουθίας του όρθρου.2. μτφ., αυστηρή παρατήρηση με διάρκεια, έντονη επίπληξη που τραβάει σε μάκρος: Άκουσε τον εξάψαλμο απ' τη γυναίκα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.